- αμιδιον
- ἀμίδιοντό Sext. demin. к ἀμίς См. αμις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμίδιον — ἀμίδιον, το (Α) υποκοριστικό τής λέξης ἀμίς* … Dictionary of Greek
ἀμίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιδίων — ἀμίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμίς — ἀμίς ( ίδος), η (Α) ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμη*. Απαντά και τ. ἁμὶς < ἅμη, ἄμη). ΠΑΡ. αρχ. ἀμίδιον] … Dictionary of Greek